-
1 παρέχω
παρ - έχω, fut. παρέξω, aor. 2 παρέσχον, παρέσχεθον, subj. παράσχῃ, inf. παρασχεῖν, παρασχέμεν: hold or hand to, hold ready, Il. 18.556; supply, furnish, provide, δῶρα, σῖτον, ἀρετην; also with a thing as subject, θάλασσα δὲ πᾶρέχει (i. e. παρ(ς)έχει) ἰχθῦς, Od. 19.113; w. inf., Od. 4.89.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παρέχω
-
2 παρέχω
Aπαρέξω Od.18.317
, Th.8.48,παρασχήτω Id.6.86
, Isoc. 6.71, 15.248 : [tense] pf. παρέσχηκα : [tense] aor. παρέσχον, [dialect] Ep. inf.παρασχέμεν Il. 19.147
; imper. ( παράσχε is f.l.) ; poet.παρέσχεθον Hes. Th. 639
, inf.παρασχεθεῖν Ar.Eq. 321
; [dialect] Aeol.παρέσκεθον Alc. Oxy.1788
Fr.15 ii 11 ; παρεχέσκετο is f.l. for παρεκέσκετο in Od.14.521. [In Od.19.113, πᾱρέχη.]A [voice] Act., hand over, Il.18.556 ; furnish, supply,φάος πάντεσσι παρέξω Od.18.317
;δῶρα Il.19.147
; esp. in Od., ἱερήϊα, βρῶσίν τε πόσιν τε, σῖτον, 14.250, 15.490, 18.360 : abs., ἐγὼ δ' εὖ πᾶσι παρέξω I will provide for all, 8.39 ;π. νέας Hdt.4.83
, 7.21 ;τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος Id.2.180
;χρήματα Th.8.48
; ἀργύριον, ποίμνια, IG12.39.69,45.4 ;αἱ δὲ Συράκουσαι σῦς.. παρέχουσιν Hermipp.63.9
; πληρώμαθ' ἡ πόλις παρέχει the state finds men to man the ships, D.21.155, cf. Lys. 19.43.2 of natural objects, yield, produce,θάλασσα π. ἰχθῦς Od.19.113
; [ σίδηρον] παρέξει (sc. σόλος) Il.23.835.3 of incorporeal things, afford, cause, φιλότητα, ἀρετήν, γέλω τε καὶ εὐφροσύνην, 3.354, Od.18.133, 20.8 ;ὀνίαις Alc.88
;π. εἰράναν τισί Pi.P.9.23
;ὕμνον Id.N.6.33
;αἶσαν Id.O.6.102
;Σάρδεσιπένθος A.Pers. 322
; τύχην, φρίκην, S.OT53, 1306 (anap.); χάριν, εὔνοιαν, Id.OC 1498(lvr.), Tr. 708 ; ὄχλον, πρήγματα π., Hdt. 1.86, al. (v. πρᾶγμα); πόνον Alc.19
, Hdt.1.177 ; ;π. εὔνοιαν εἴς τινα Antipho 5.76
; αἴσθησιν παρέχει τινός enables one to observe a thing, Th.2.50 ; but αἴσθησιν π., abs., it causes remark, is perceived, Id.3.22, X.An.4.6.13 ; πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν π. Th.3.45 ; ὑφειμένου δόξαν π., = ὑφειμένῳ ἐοικέναι, Plu.2.131a.1 c. inf., [ ὄϊες]παρέχουσι.. γάλα θῆσθαι Od.4.89
;π. τὸ σῶμα τύπτειν Ar.Nu. 441
;τὸ στράτευμα π. τισὶ διαφθεῖραι Th.8.50
(withoutinf.,πτήξας δέμας παρεῖχε A.Pers. 210
): with reflex. Pron., ἐμαυτόν σοι ἐμμελετᾶν π. I give myself up to you to practise upon, Pl.Phdr. 228e ;π. ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν Id.Ap. 33b
, cf. Prt. 312c ;π. ἑαυτοὺς τοῖς ἄρχουσι χρῆσθαι ἤν τι δέωνται X.Cyr.1.2.9
: rarely with a part.,π. ἑαυτὸν δεδησόμενον Luc. Tox. 35
.2 give oneself up, submit oneself, ἑαυτόν being omitted,π. [ἑωυτοὺς] διαφθαρῆναι Hdt.9.17
; πατεῖν παρεῖχετῷ θέλοντι [ ἑαυτόν] S. Aj. 1146, cf. Ar.Nu. 422 ;τοῖς ἰατροῖς παρέχουσι.. ἀποτέμνειν καὶ ἀποκάειν X.Mem.1.2.54
, cf. Pl.Grg. 456b ; τῷ λόγῳ ὥσπερ ἰατρῷ παρέχων ἀποκρίνου ib. 475d, cf. Tht. 191a; ; esp. of a woman, sens. obsc., Ar.Lys. 162, 227, Luc. DMeretr.5.4, etc. (in full,π. ἑαυτήν Id.DMar.13.1
, Artem.1.78).3 with reflex. Pron. and a predicative, show, exhibit oneself so and so,π. ἐμαυτὸν ὅσιον καὶ δίκαιον Antipho 2.2.2
; σπάνιον σεαυτὸν π. Pl. Euthphr.3d ; σαυτὸν σοφιστὴν π. Id.Prt. 312a ;ἑαυτὸν π. εὐπειθῆ X.Cyr. 2.1.22
; μέτριον ἐμαυτὸν π. Aeschin.1.1 ;τοιοῦτον πολίτην Lys.14.1
;π.ἐν τῷ μέσῳ ἐμαυτόν X.Cyr.7.5.46
;δέμασἀ κέντητον παρέχων Pi.O.1.21
.III allow, grant,σιγὴν παρασχὼν κλῦθί μου S.Tr. 1115
: c. inf., ἐπεὶ παρέσχες ἀντιφωνῆσαι did'st allow me to.., ib. 1114 ;π. αὐτοὺς δικαστὰς.. γίγνεσθαι Th.1.37
: abs. in imperat., πάρεχε make way, E. Tr. 308, Cyc. 203, Ar.V. 1326, Av. 1720 (all lyr.) ;πάρεχ' ἐκποδών Id.V. 949
.2 impers., παρέχει τινί c. inf., it is allowed, in one's power to do so and so,παρεῖχε ἄν σφι εὐδαιμονέειν Hdt.1.170
, cf. 3.73, al., Pi.I. 8(7).76 ;ὑμῖν οὐ παρασχήσει ἀμύνασθαι Th.6.86
;σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι E.El. 1080
: neut. part. used abs., παρέχον it being in one's power, since one can, like ἐξόν, παρόν, παρέχον [ὑμῖν] ἄρχειν Hdt.5.49 ; also εὖ, καλῶς παρασχόν, Th.1.120, 5.14 ; κάλλιον π. ib.60.IV produce a person on demand,ἐς τὸ κοινόν X.HG7.4.38
; εἰς τὴν βουλήν, εἰς ἀγοράν (leg. αὔριον) , εἰς κρίσιν, Lys.13.23, 23.9, Aeschin.2.117, cf. PHib. 1.168 (iii B.C.), etc.V with a predic. added, make so and so, τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα π. Hdt.3.4 ;π. τινὰς βελτίους And.1.136
, cf. Pl.Phdr. 274e, 277a : with part.,π. ξυμμάχους τὰς σπονδὰς δεχομένους Th.5.35
, cf. X.Oec. 21.4 ; κοινὴν τὴν πόλιν π. offer it as a common resort, Isoc.4.52 ; γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους π. E.Med. 388, etc.B [voice] Med. παρέχομαι, [tense] fut. , Lys.23.8, etc.; alsoπαρασχήσομαι Antipho 5.24
, Lys.9.8 : [tense] aor. 2παρεσχόμην Is.3.18
, 19 : [tense] pf. [voice] Pass. (in med. sense)παρέσχημαι X.An.7.6.11
, D.27.49, 36.35 : freq. used much like [voice] Act., without any reflex. sense:1 supply of oneself or from one's own means,νέας Hdt.6.8
,15,al. ;δαπάνην οἰκηΐην Id.8.17
; π. ὅπλα furnish a suit of armour, IG12.22.11, Th. 8.97 ; οἱ τὰ τιμήματα παρεχόμενοι the tax- paying citizens, Arist.Ath. 39.6 ; μηδεμίαν δύναμιν π. εἰς τὴν στρατιάν supply no contingent of one's own to.., X.An.6.2.10 ; freq. withἑαυτόν, εὔνουν καὶ πρόθυμον ἑαυτὸν παρέχεται SIG333.11
(Samos, iv/iii B.C.), cf. 620.6 (Tenos, ii B.C.), etc.2 of natural objects, furnish, present, exhibit, [ ποταμὸς] κροκοδείλους π. Hdt.4.44 ; π. λίμνην ὁ Πόντος.. οὐ πολλῷ τεῳ ἐλάσσω ἑωυτοῦ ib.86, cf. 46, Pl.Phd. 81d.3 of works, ἓν ἔργον πολλὸν μέγιστον π. Hdt.1.93.4 of incorporeal things, display on one's own part,πᾶσαν προθυμίην Id.7.6
, cf. X.An.7.6.11 ;πᾶν τὸ πρόθυμον Th.4.85
, cf. 61 ;εὔνοιαν D.18.10
; χρείας Decr. ap. D.18.84.II in Law, παρέχεσθαί τινας μάρτυρας, π. τεκμήρια, bring forward witnesses or proofs, Pl.Ap. 19d, Prm. 128b, Antipho 1.11, cf. 5.20,22, Lys.23.8, etc. ; π. ἐκμαρτυρίαν, μαρτυρίαν, Is. ll.cc.III produce as one's own, ἄρχοντα παρέχεσθαί τινα acknowledge as one's general, Hdt.7.61, 62, 67 ; Ἀθηναῖοι ἀρχαιότατον ἔθνος παρεχόμενοι presenting themselves as.., ib. 161 ; π.πόλιν μεγίστην, of an ambassador, represent a city in one's own person, Th.4.64, cf. 85.IV offer, promise,ἀψευδέα μαντήϊα Hdt.2.174
; ἔστιν ἃ π. Th.3.36 ; put forward,τὸ εὐπρεπὲς τῆς δίκης Id.1.39
.V render so and so for or towards oneself,θεὸν παρασχέσθαι εὐμενῆ E.Andr.55
;δυσμενεστέρους π. τοὺς ἀνθρώπους Pl.Prt. 317b
, cf. R. 432a, Lg. 809d ; v. supr. A. V.VI Arith., make up, amount to, ἐνιαυτοὶ.. παρέχονται ἡμέρας .. Hdt.1.32, cf. X.Cyr. 6.1.28.
См. также в других словарях:
Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη θάλασσα — Εσωτερική θάλασσα (460.000 τ. χλμ.) που περικλείεται από την Τουρκία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Γεωργία. Συγκοινωνεί με τη Μεσόγειο θάλασσα με το στενό του Βοσπόρου, την Προποντίδα και τα στενά των Δαρδανελίων. Οι… … Dictionary of Greek
παρέχω — ΝΜΑ 1. δίνω κάτι σε κάποιον, εγχειρίζω («δῶρα μέν, αἰ κ ἐθέλησθα, παρασχέμεν», Ομ. Ιλ.) 2. προμηθεύω, χορηγώ 3. προξενώ, προκαλώ (α. «η παρουσία σου μάς παρέχει ευχαρίστηση» β. «ἀλλήλησι γέλω τε καὶ εύφροσύνην παρέχουσι», Ομ. Οδ.) 4. προσφέρω (α … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek